- λόγιασμα
- το , λόγιασμός ο размышление, обдумывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λόγιασμα — το, και λογιασμός, ὁ [λογιάζω] 1. λογισμός, συλλογισμός, σκέψη, περίσκεψη 2. εκτίμηση … Dictionary of Greek
λόγιασμα — το, ατος η σκέψη, ο υπολογισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογιασμός — ο βλ. λόγιασμα … Dictionary of Greek